- ἀλιτάνευτος
- ἀλιτάνευτοςinexorablemasc/fem nom sgἀλλιτάνευτοςinexorablemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλιτάνευτος — η, ο (Α ἀλιτάνευτος, ον) [λιτανεύω] νεοελλ. 1. (για άγιες εικόνες ή ιερά αντικείμενα) αυτός που δεν λιτανεύθηκε, που δεν τόν περιέφεραν σε λιτανεία 2. αυτός που δεν τόν ικέτευσαν, δεν τόν παρακάλεσαν με λιτανεία αρχ. απρόσιτος σε παρακλήσεις,… … Dictionary of Greek
αλιτάνευτος — η, ο 1. αυτός (εικόνα, ιερό κειμήλιο κτλ.) που δεν τον γύρισαν λιτανεία: Η εικόνα του αγίου δεν έμεινε καμιά χρονιά αλιτάνευτη. 2. αυτός που δεν τον παρακάλεσαν με λιτανεία: Για να βρέξει δεν άφησαν άγιο αλιτάνευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλιτανεύτως — ἀλιτάνευτος inexorable adverbial ἀλιτάνευτος inexorable masc/fem acc pl (doric) ἀλλιτάνευτος inexorable adverbial ἀλλιτάνευτος inexorable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτάνευτε — ἀλιτάνευτος inexorable masc/fem voc sg ἀλλιτάνευτος inexorable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)